- πρεσάρω
- πρεσάρω, πρεσάρισα βλ. πίν. 55
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
πρεσάρω — Ν συμπιέζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. pressare < pressa (βλ. λ. πρέσα)] … Dictionary of Greek
πρεσάρω — πιέζω, συνθλίβω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πρεσάρισμα — το, Ν 1. συμπίεση 2. καταπίεση, πίεση, κατάθλιψη 3. τεχνολ. κατεργασία μεταλλουργικών προϊόντων όταν αυτά υποβάλλονται σε θλιπτικές δυνάμεις με τη βοήθεια ενός πιεστηρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρεσάρω, κατά τα ουδ. σε ισμα] … Dictionary of Greek
πρεσάρισμα — το, ατος η πράξη και το αποτέλεσμα του πρεσάρω, η πίεση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)